- πολλαπλασιαστικός
- -ή, -ό1. αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει, να αυξαίνει.2. στη γραμματική, αυτός που δείχνει πόσες φορές επαναλαμβάνεται ή από πόσα μέρη αποτελείται κάτι: Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά τελειώνουν σε -πλος, -πλη, -πλο (διπλός, τριπλός κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.